Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Ο Εσσάτ Μπουλζιάτ Πασάς

 

Η πολυσχιδής προσωπικότητα του Εσσάτ Πασά 

(Ομιλία της Μαργαρίτας Γ. Δημητριάδου* στην εκδήλωση μνήμης για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, της διοργάνωσης Ζαγόρι 2021**)

Ο Μεχμέτ Εσσάτ γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 18 Οκτωβρίου 1862. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Αχμέτ Βαχήπ, του επικληθέντος Χαλαστή, ο οποίος διετέλεσε Δήμαρχος Ιωαννίνων για πολλά χρόνια. Οι μέχρι σήμερα γνωστές γραπτές πηγές αλλά και η προφορική παράδοση μαρτυρούν ότι ήταν απόγονος εξισλαμισμένων Ελλήνων, από την οικογένεια των Γλυκήδων και από την Ελάτη Ζαγορίου. Ο παππούς του καταγόταν από την Μπούλτζου (σημερινή Ελάτη) του Ζαγορίου και η γιαγιά του από το Σούλι. Ήταν απόγονος της αρχοντικής γιαννιώτικης οικογένειας των Γλυκήδων οι οποίοι ήταν περίφημοι τυπογράφοι της Βενετίας, αλλά και με προγόνους από την αριστοκρατική Μπούλτζη του Ζαγοριού.



Παρά το γεγονός ότι ήταν εξωμότης, δεν υπήρξε σκληρός ως πασάς για τα Ιωάννινα, τύραννος, όπως υπήρξαν άλλοι εξωμότες που έζησαν στην πόλη. Δεν θέλησε να επιλέξει τον δρόμο του τυράννου κατακτητή, αλλά παρέμεινε πιστός στην καταγωγή του και όταν ο Κεμάλ υποχρέωσε τους Τούρκους να πάρουν κι από ένα επίθετο, ο Εσσάτ προτίμησε το Μπουλζιάτ Γιάνγιαλη, για να τιμήσει τους προγόνους του.

Ο ίδιος και ο αδελφός του Βαχίπ φοίτησαν στην Ζωσιμαία σχολή, όπου έλαβαν μαθήματα της ελληνικής παιδείας καθώς μητρική τους γλώσσα ήταν η ελληνική. Σύμφωνα με δική του δήλωση σε Ηπειρώτη δημοσιογράφο στη Θεσσαλονίκη κατά την απογραφή του πληθυσμού που συνέπεσε με την επίσκεψή του στην Ελλάδα (1920), ως μητρική γλώσσα δήλωσε την ελληνική και ως επάγγελμα πασάς των Ιωαννίνων.

Ένα περιστατικό που αναδεικνύει τον χαρακτήρα του αναφέρεται σε φύλλο της εφημερίδας "Ακρόπολις" υπό του κ. Χ. Χρηστοβασίλη στις 23 Φεβρουαρίου 1913, όπου γράφει:

«Μετά τον διορισμόν του ως Διοικητού της ανεξαρτήτου μεραρχίας Ιωαννίνων επεσκέφθη επανειλημμένως και την Πρέβεζαν, υπαγόμενην εις την δικαιοδοσίαν του. Κατά την πρώτην αυτού επίσκεψιν του εκ των πρώτων, ως είκος, έσπευσε να τον ειδή και εις εξαδελφός του, Ταχσίν εφέντης ονόματι, δικηγορών εν Πρεβέζης και τω απηύθυνε το "καλώς όρισες" εννοείται Τουρκιστί. Αλλ' ο πασάς διακόπτων αυτόν αμέσως.

-Δεν ομιλείς, καημένε, της μάνας σου την γλώσσα; Τω είπεν ελληνιστί».

Τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια της ζωής του τα πέρασε στα Ιωάννινα πριν παρακολουθήσει το Στρατιωτικό Γυμνάσιο Kuleli στο Monastir (σημερινή Bitola) το 1880. Αν και είχε λάβει καλή εκπαίδευση μέχρι τότε και διακρινόταν για την ευφυΐα του, απέτυχε τον πρώτο χρόνο του λόγω της κακής κατανόησης των Οσμαλινκών (οθωμανική γλώσσα). Εκείνη την εποχή στα Ιωάννινα η γλώσσα επικοινωνίας ήταν η ελληνική ακόμη και για τους μουσουλμάνους, οπότε αναγκάστηκε να κάνει επιπλέον μαθήματα για να διευρύνει τις δεξιότητές του στην Osmanlica***. Ο  Εσσάτ στην συνέχεια παρακολούθησε την Οθωμανική Στρατιωτική Ακαδημία. Αποφοίτησε αριστούχος από την Αυτοκρατορική Στρατιωτική Ακαδημία στην Κωνσταντινούπολη το 1887 και μετά από μια περίοδο υπηρεσίας σε σύνταγμα, επιλέχτηκε για το Οθωμανικό Στρατιωτικό Κολέγιο το 1887, αποφοιτώντας από την τάξη του ως αξιωματικός Γενικού Επιτελείου το 1890.

Η εξαιρετική του απόδοση τον οδήγησε στην Γερμανία για περαιτέρω στρατιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε μαθητής του Γκόλτς πασσά [Φον Ντερ Γκόλτς Γερμανού πολιτικού μηχανικού που οχύρωσε το Μπιζάνι]. Μετά από διαμονή οκτώ ετών, κατά την οποία έμαθε την γερμανική γλώσσα στην Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, όπου συμμαθήτευσε μετά της Α.Β. Υψηλότητος του Διαδόχου Κωνσταντίνου, ο Εσσάτ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ταγματάρχης του Γενικού Επιτελείου και διορίστηκε υπασπιστής του Σουλτάνου και καθηγητής των ανωτέρων στρατιωτικών μαθημάτων εις την εκεί Στρατιωτική Σχολή.

Τον Μάιο του 1894 ανατέθηκε στον Εσσάτ το τμήμα πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου. Ενώ εργαζόταν στο Γενικό Επιτελείο προτίμησε μία λιγότερο υψηλόβαθμη θέση ένα χρόνο αργότερα. Ανέλαβε δάσκαλος στο Αυτοκρατορικό Στρατιωτικό Κολέγιο. Έκανε ένα διάλειμμα από την διδασκαλία και με την προαγωγή στο βαθμό του Συνταγματάρχη, υπηρέτησε ως Αρχηγός Προσωπικού του 1ου τμήματος πεζικού κατά την διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Επέστρεψε στην Ακαδημία και το 1899 διορίστηκε Κοσμήτορας της Αυτοκρατορικής Στρατιωτικής Ακαδημίας. Έγινε γνωστός ως "δάσκαλος των εκπαιδευτικών" και είχε μαθητές πολλούς που θα γίνονταν αργότερα ανώτεροι και μεσαίοι στρατιωτικοί κατά την διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ. Η επιτυχία του στην στρατιωτική εκπαίδευση στο Αυτοκρατορικό Στρατιωτικό Κολέγιο, προκάλεσε την προσοχή του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ Β και των Οθωμανών και Γερμανών στρατιωτικών συμβούλων του, οι οποίοι εξασφάλισαν την προαγωγή του στο βαθμό του Στρατηγού το 1901.

Το 1907 διορίστηκε Αναπληρωτής Διοικητής του Τρίτου Στρατού στη Θεσσαλονίκη. Την ίδια περίοδο είχε ξεκινήσει μία κίνηση, στην οποία συμμετείχαν αρκετοί νέοι αξιωματικοί σε διάφορες μυστικές οργανώσεις υπό την ηγεσία της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου CUP (κίνημα Νεοτούρκων), οι οποίοι συνωμοτούσαν ενάντια στο αυταρχικό καθεστώς του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ. Παρά το γεγονός ότι ο αδελφός του Βεχίμπ ήταν ένας από τους ηγέτες, ο Εσσάτ έμεινε μακριά από την πολιτική, παρόλο που ο Τρίτος Στρατός ήταν το νευραλγικό κέντρο της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου. Ο Εσσάτ παρέμεινε επίσης μακριά από τις κυβερνητικές προσπάθειες για την καταπολέμηση και την δίωξη αντίθετων πολιτικά αξιωματικών, οι περισσότεροι από τους οποίους υπήρξαν μαθητές του. Η συμπεριφορά του αυτή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Σουλτάνου, με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί ένα χρόνο αργότερα και να τεθεί υπό επιτήρηση. Καθώς η επανάσταση των Νεοτούρκων ήταν τελικά επιτυχής, ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τα αιτήματά τους, όμως ο Εσσάτ δεν επωφελήθηκε από την νέα αυτή κατάσταση, αλλά αντίθετα αντιμετωπίστηκε ως συνεργάτης του παλαιού καθεστώτος και υποβιβάστηκε στο βαθμό του Ταγματάρχη. Αργότερα αποκαταστάθηκε αναλαμβάνοντας την διοίκηση, τον Δεκέμβριο του 1910, του 5ου τμήματος στην πόλη Gelibolu στην χερσόνησο της Καλλίπολης και στην συνέχεια τρεις μήνες αργότερα ανέλαβε την διοίκηση του Στρατού II που έδρευε στο Ροστόστο. Στη θέση αυτή παρέμεινε για ένα χρόνο όταν με εντολή ανέλαβε την διοίκηση στην γενέτειρά του τα Ιωάννινα για να διοικήσει το 23ο Τακτικού τμήμα Στρατού.

Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος

Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος και μετά το διάταγμα κινητοποίησης του 1912, ανατέθηκε στον Εσσάτ πασά η διοίκηση του Στρατού στα Ιωάννινα. Είχε την ευθύνη να υπερασπιστεί την πόλη των Ιωαννίνων με κάθε κόστος μαζί με τον αδελφό του Βεχίμπ, ο οποίος ήταν διοικητής της Οχυρωμένης Ζώνης των Ιωαννίνων. Ο Εσσάτ έκανε στρατηγική χρήση των περιορισμένων δυνάμεων και πόρων του και σχεδίασε ένα ενεργό αμυντικό σχέδιο σε συνάρτηση με την μορφολογία των Ιωαννίνων. Τα Ιωάννινα υπερασπιζόταν φρουρά 40.000 ανδρών (αποτελούμενη κυρίως από επίστρατους Αλβανούς Τσάμηδες) υπό τη διοίκησή του. Η εφημερίδα Σκρίπ (24 Νοεμβρίου) σχολιάζοντας την ισχυρή οχύρωση της περιοχής, όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο Γερμανός πολιτικός μηχανικός Φον Ντερ Γκόλτς είχε αναλάβει την οχύρωση στο Μπιζάνι, σημείωνε ότι η πολιορκία και η άλωση της πόλης θα ήταν το "λαμπρότερο πολεμικόν εγχείρημα κατά τον παρόντα πόλεμο".****


                 Φανταστική απεικόνιση του σπιτιού του Εσσάτ Πασά στα Ιωάννινα


Στην Ήπειρο ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε ενώπιον μιας προσεκτικά προετοιμασμένης και υψηλής ποιότητας γραμμής οχυρώσεων -που στη συλλογική μνήμη επικεντρώθηκε στην εικόνα του τρομερού Μπιζανίου- ικανής να καλύψει με επαρκή συγκέντρωση πυρών πυροβολικού τις σχετικά λίγες διαβάσεις, απ' όπου μπορούσε να εκδηλώσει επίθεση το ελληνικό πεζικό. Κράτησε τον ελληνικό στρατό της Ηπείρου για τρεις μήνες με συνεχείς αντεπιθέσεις πριν υποχωρήσει στις οχυρώσεις στα Ιωάννινα. Αν και δεν υπήρχαν δυνάμεις ανακούφισης και αυξανόταν η αναταραχή στον τοπικό πληθυσμό, άντεξε ελληνικές επιθέσεις για τρεις ακόμη μήνες πίσω από τις οχυρώσεις των Ιωαννίνων.

Προ της δεινής θέσης του τουρκικού στρατού στις 17 Ιανουαρίου του 1913 ο διάδοχος Κωνσταντίνος με επιστολή του προς τον Εσσάτ Πασά του ζήτησε την παράδοση των Ιωαννίνων για λόγους ανθρωπιστικούς μια και η Τουρκία είχε ουσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Η απάντηση του Εσσάτ Πασά ήταν η απάντηση ενός γενναίου στρατιώτη. Απέρριπτε την προσφορά του διαδόχου Κωνσταντίνου για παράδοση, λέγοντας: "Υψηλότατε, έλαβον υπ' όψει μου το περιεχόμενον της επιστολής την οποία η Βασιλική σας Υψηλότης ευηρεστήθη να μοι αποστείλη εν ονόματι της ανθρωπότητας και του πολιτισμού. Φέρω ευσεβώς εις γνώσιν της Ημετέρας Βασιλικής Υψηλότητος, ότι παρά τας γενομένας αποπείρας υπό του γενναίου Σας Στρατού, έχω χάρις τω θεώ, όλα τα αναγκαία μέτρα και μέσα για να αμυνθώ της πόλεως των Ιωαννίνων. Είμαι ευγνώμων εις την Υμετέραν Βασιλικήν Υψηλότητα δια την πεποίθησιν, ην έχει προς τον Στρατόν μου, όστις θα κάμη το καθήκον του, θυσιαζόμενος μέχρι του τελευταίου ανδρός και αμυνόμενος μέχρι του τελευταίου φυσιγγίου, δια να υπερασπίση την στρατιωτικήν τιμήν και δόξαν του. Η ανθρωπότης και ο πολιτισμός δεν κατηγορούσιν ούτε εμέ, ούτε τον Στρατόν μου δια το χυθέν αίμα και δι' εκείνο όπερ θέλει χυθή ακόμη εις το μέλλον. Ο ηθικός νόμος και Δικαιοσύνη θα αποδώσουν την ευθύνην εις εκείνους, οίτινες είναι η αιτία του πολέμου αυτού. Ευχαριστών την Υμετέραν Βασιλικήν Υψηλότητα δια τα ευγενή της αισθήματα, έχω την τιμήν να υποβάλλω Αυτή τα σέβη μου και παρακαλώ όπως δεχθή την διαβεβαίωσιν της υψηλής προς Αυτήν υπολήψεώς μου."

Η νίκη των ελληνικών δυνάμεων και η πτώση του συγκροτήματος του Μπιζανίου οδήγησε στην παράδοση της πόλεως των Ιωαννίνων την νύχτα της 21ης Φεβρουαρίου (6 Μαρτίου) προς την 22α Φεβρουαρίου (7 Μαρτίου) 1913. Η παράδοση ήταν πλέον μονόδρομος για τον Εσσάτ Πασά. Στις 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου έφτασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο υπολοχαγός Ρεούφ και ο ανθυπολοχαγός Ταλαάτ. Έφεραν μαζί τους επιστολή, που υπογραφόταν από τους προξένους στα Ιωάννινα της Ρωσίας, της Αυστρο-Ουγγαρίας, Γαλλίας και Ρουμανίας και περιείχε πρόταση του Εσσάτ Πασά προς τον Κωνσταντίνο για άμεση και χωρίς όρους παράδοση των Ιωαννίνων και του Μπιζανίου. Στις 2:00 πμ της 21ης Φεβρουαρίου 1913 οι τρεις απεσταλμένοι, συνοδευόμενοι από τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, έφτασαν στο στρατηγείο της 2ας Μεραρχίας. Εκεί περίμεναν την άφιξη ενός αυτοκινήτου, που τους οδήγησε στις 4:30 πμ στο χάνι του Εμίν Αγά, όπου έδρευε το ελληνικό στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε με το περιεχόμενο της επιστολής και στις 5:30 το πρωί δόθηκε εντολή κατάπαυσης του πυρός προς όλες τις μονάδες. Στη διήμερη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο ελληνικός στρατός είχε 284 νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν 2.800 νεκροί και 8.600 αιχμάλωτοι.

Κατά την τελετή παράδοσης του τουρκικού στρατού, ο διάδοχος Κωνσταντίνος αρνήθηκε να παραλάβει από τον ηττημένο Εσσάτ το ξίφος του, όπως και ο λοχαγός Πάγκαλος σε αντίστοιχη κίνηση του Εσσάτ, όταν πληροφορήθηκε την πρόταση του προς τον Διάδοχο και την άρνηση του τελευταίου. Ο Εσσάτ παρέμεινε αιχμάλωτος πολέμου των Ελλήνων και κρατήθηκε προσωρινά  στην οικία Ζίννη στο Παλαιό Φάληρο. Μέχρι την αναχώρησή του για την Κωνσταντινούπολη στις 25 Δεκεμβρίου 1913, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Φεύγοντας για την Τουρκία, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για την καλή φιλοξενία και χάρισε στον Πάγκαλο το προσωπικό του ξίφος. Το ξίφος αυτό σήμερα φυλάσσεται στην συλλογή του εγγονού του Θεόδωρου Πάγκαλου.


                Παράδοση τουρκικού στρατού στις 21 Φεβρουαρίου 1913


Η κατάληψη των Ιωαννίνων πέρα από τις συνέπειες που είχε, όπως η παράδοση μεγάλου αριθμού αριθμού αιχμαλώτων, σημαντικού πολεμικού υλικού και της απελευθερώσεως όλης της Ηπείρου, είχε πρωτίστως μέγιστο γενικότερο αντίκτυπο. Η δε προηγηθείσα καθυστέρηση, η δεξιότητα και η σθεναρή αντίσταση των Τούρκων, ύψωσε περισσότερο το ελληνικό γόητρο και απέναντι των συμμάχων και διεθνώς νικώντας ένα αξιόμαχο και ικανό αντίπαλο.

Για τον Εσσάτ Πασά η υπεράσπισή του προς τα Ιωάννινα του είχε χαρίσει τη φήμη ενός δημοφιλούς ήρωα καθώς και τον τιμητικό τίτλο του "Pasha". Παρά τις απαιτητικές συνθήκες και την επερχόμενη ήττα, ο Εσσάτ απέκτησε πολύτιμες γνώσεις για τον σύγχρονο πόλεμο, ιδίως για την σημασία της άμυνας και των ζητημάτων που προκλήθηκαν από μια κακώς προετοιμασμένη επίθεση.

Μετά την επιστροφή του από την αιχμαλωσία, αφού απέφυγε την μεγάλη εκκαθάριση στο τέλος του πολέμου των αξιωματικών και του στρατού, στις 10 Δεκεμβρίου 1913 διορίστηκε διοικητής του 3ου Σώματος. Με την ανάληψη της διοίκησης ο Εσσάτ ήταν αποφασισμένος να λύσει τα προβλήματα που είχαν γίνει εμφανή κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Καθιέρωσε ένα εκτεταμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και αντιμετώπισε τα περισσότερα από τα προβλήματα που γεννήθηκαν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο Εσσάτ ενώ ήταν ένας απαιτητικός διοικητής παράλληλα ήταν μια ευγενική φύση που συγχωρούσε και στήριζε τη διοίκησή του στην εκπαίδευση και την νουθεσία παρά στην καταπίεση και τιμωρία. Όταν αναγνώριζε ότι ορισμένοι από τους αξιωματικούς του ήταν αναποτελεσματικοί τους έδινε μια δεύτερη ευκαιρία. Ωστόσο, όταν η αναποτελεσματικότητα κάποιου ήταν εμφανής, τότε τον αντικαθιστούσε. Πρωτίστως δε, αντικαθιστούσε τον προϊστάμενό του.

Η ταυτοποίηση και η ανάπτυξη ικανών αξιωματικών του Εσσάτ σε συνδυασμό με την εμπειρία μάχης που είχε αποκτηθεί από μονάδες σώματος και στρατιώτες κατά τη διάρκεια των πολέμων και η έναρξη ενός εκτεταμένου εκπαιδευτικού προγράμματος, επέτρεψε στο Σώμα ΙΙΙ να καθιερωθεί γρήγορα ως ένα από τους πιο αξιόμαχους σχηματισμούς στον Οθωμανικό Στρατό. Ως αποτέλεσμα, μονάδες με εντολή του χρησιμοποιήθηκαν ως δυνάμεις ταχείας αντίδρασης και στάλθηκαν σε διάφορες κρίσεις και συχνά δεν επέστρεψαν ποτέ. Ένα παράδειγμα ήταν η απώλεια ενός τάγματος του 26ου συντάγματος στη Βασόρα για την παροχή ασφάλειας έναντι μιας απειλής από τον Ιμπν Σούουντ του Νατζ. Το κύριο καθήκον του σώματος ήταν να ενισχύσει την χερσόνησο της Καλλίπολης και τις ακτές της Ασίας ενάντια σε πιθανή επίθεση του εχθρού. Μέχρι τότε η Διοίκηση της Οχυρωμένης Ζώνης που ήταν τώρα υπεύθυνη για την υπεράσπιση των Στενών ήταν ο μοναδικός φύλακας της Χερσονήσου. Ο Εσσάτ Πασάς τους αντιμετώπισε διπλωματικά και πέτυχε αξιοσημείωτη αρμονία, αλλά αυτό κράτησε μόνο λίγους μήνες. 

Ο Εσσάτ έδωσε επίσης ιδιαίτερη προσοχή στους διοικητικούς τομείς. Ως αποτέλεσμα, όταν ο Οθωμανικός Στρατός κινητοποιήθηκε στις 2 Αυγούστου 1914 κατά την έναρξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, το 3ο σώμα ήταν το μόνο που το έκανε εντός του καθορισμένου χρονικού πλαισίου.

Ο Otto Liman von Sanders (1855-1929) ο Πέμπτος Διοικητής του Στρατού ανέλαβε την υπεράσπιση της περιοχής των Δαρδανελίων στις 26 Μαρτίου 1915. Σε άμεση αντίθεση με άλλους Οθωμανούς αξιωματικούς ο Εσσάτ συνεργάστηκε καλά με τον Liman von Sanders και στην πραγματικότητα έγινε ενδιάμεσος ανάμεσα σε αυτόν και τους υφισταμένους του. Δυστυχώς η αποστολή του Εσσάτ απέτυχε κατά την διάρκεια των αρχικών συμμαχικών επιθέσεων στις 25 Απριλίου. Ως διοικητής υπεύθυνος για το βόρειο τμήμα της χερσονήσου της Καλλίπολης έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή της άμυνας καθ' όλη τη διάρκεια της εκστρατείας. Αν και οι περισσότεροι επικεντρώνονται στο ρόλο του διοικητή του Πέμπτου Στρατού, του Γερμανού στρατηγού Liman von Sanders  και στον υφιστάμενο του Εσσάτ, Μουσταφά Κεμάλ, ο Εσσάτ Πασάς ήταν εκείνος που ετοίμασε την οθωμανική άμυνα πριν από την μάχη. Παρόλα αυτά ο Ismail Enver Pasha (1881-1922) δεν του ανέθεσε καίριες θέσεις διοίκησης μάχης μετά τον τερματισμό της εκστρατείας Gallipoli. Αντ' αυτού ορίστηκε να είναι ο διοικητής του Πρώτου Στρατού στην Κωνσταντινούπολη στις 5 Νοεμβρίου 1915 και εκτελούσε σε μεγάλο βαθμό καθήκοντα πρωτοκόλλου, όπως υπεύθυνος για επίσημες επισκέψεις και εκπαίδευση ομάδων προσλήψεων για άλλους στρατούς. Τον Φεβρουάριο έγινε διοικητής του Πέμπτου Στρατού, που ουσιαστικά ήταν εδαφική αμυντική δύναμη. Στις 22 Ιουνίου 1918 ορίστηκε να είναι ο τρίτος διοικητής του στρατού στο μέτωπο του Καυκάσου και συμμετείχε για λίγο σε επιχειρήσεις πριν από το τέλος του πολέμου.

Κατά την περίοδο της ανακωχής (1918-1922) ο Εσσάτ ορίστηκε ως γενικός επιθεωρητής του Δεύτερου Στρατού και των στρατιωτικών σχολείων. Ωστόσο η θέση υπήρχε μόνο στα χαρτιά και αποσύρθηκε από τον στρατό στις 22 Νοεμβρίου 1919. Υπηρέτησε εν συντομία ως Υπουργός Ναυτιλίας υπό τον Salih Hulusi Pasha (1864-1939), του οποίου το υπουργικό συμβούλιο αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά την συμμαχική κατοχή της Κωνσταντινούπολης στις 2 Απριλίου 1920.

Ο Εσσάτ Πασάς δεν επανήλθε στην πολιτική μετά την συνταξιοδότησή του. Δούλεψε σε ένα αδημοσίευτο υπόμνημα, που παρέχει εκτός από λεπτομερείς προσωπικές ιδέες και σκέψεις, μια σειρά από έγγραφα που αναδεικνύουν μια σπάνια εσωτερική εικόνα για τον οθωμανικό στρατό. Πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1952.

Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι στο οδοιπορικό της ζωής του Εσσάτ που είδαμε πιο πάνω, αναδείχτηκαν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την πολυσχιδή προσωπικότητά του.

Μέσα από μαρτυρίες και γεγονότα φάνηκε η απήχηση στο πρόσωπό του και από την χριστιανική κοινότητα των Ιωαννίνων, όπως αναφέρει και ο Χρήστος Χρηστοβασίλης: "Ο Εσσάτ υπήρξε ανήρ ευθύς, τίμιος, ελεήμων, φιλάνθρωπος, ευγενής και αρτιώτατα στρατιωτικώς πεπαιδευμένος, ωραιότατος και συμπαθέστατος. Δικαίως εθεωρήθη ως κορωνίς του Τουρκικού στρατού και ως τοιούτου τω ανετέθη η άμυνα της ιδιαιτέρας πατρίδας του, των Ιωαννίνων, ην ετίμησε και ως αξιωματικός και ως Ιωαννίτης.

Υπήρξε δίκαιος και αμερόληπτος καθώς διατήρησε την τάξη καθ' όλο το διάστημα του πολέμου. Τιμώρησε άτακτα στοιχεία, απαγχόνισε όσους κατηγορούντο για διάφορα εγκλήματα κατά των χριστιανών. Δημιούργησε κλίμα ασφάλειας για τους κατοίκους των Ιωαννίνων και τις οικογένειές τους, χωρίς καμιά παρενόχληση από μέρους του ατίθασου τουρκικού στρατού. Διοίκησε την πόλη των Ιωαννίνων με φρόνηση και ευφυΐα απέναντι στο ελληνικό στοιχείο ώστε να μην αντιμετωπίσει εσωτερική εξέγερση και κατά συνέπεια ταυτόχρονα εσωτερικό και εξωτερικό αντίπαλο και πέτυχε να αφήσει μία όχι μισητή ανάμνηση ως κατακτητής.


Η οδός Ανεξαρτησίας πριν το 1913 με το Καφωδείο Ολύμπια που χτίστηκε τη δεκαετία του 1870. (Φωτογραφία Γ. Δημητριάδη) Αρχείο Ιδρύματος Ακτία Νικόπολι. Πρέβεζα Ιαν, 1024


Πολλές φορές στο διάστημα της πολιορκίας του Μπιζανίου, όταν τα πολλά καθήκοντα και οι φροντίδες του πολέμου του το επέτρεπαν, έβγαινε πεζός στην αγορά, με μόνο συνοδό έναν 'Νεφέρ' που τον ακολουθούσε πενήντα μέτρα πίσω του, με μόνη την 'Κασατούρα' του, μια ξιφολόγχη μάουζερ. Οι άνθρωποι στο παζάρι, όρθιοι στην πόρτα των μαγαζιών τους, τον χαιρετούσαν με πραγματικό σεβασμό. Αυτός τους αντιχαιρετούσε λέγοντας τα Ελληνικά του με την τουρκική προφορά τους: «Άφεριμ (μπράβο). Ισείς να κυτάτι φρόνιμα τη δουλειά σας , τι έχου ιγώ να κάνου μι του Γιοννάκου θ'κός μ' λουγαριασμός (...) Μονάχα τ' αξιάμ (δύση ηλίου) να σμαζεύεστε στα σπίτια σας, έχουμε κι τ'ς αρσίδις τ'ς Αρναούτ'δις (είχαν λιποτακτήσει 8-9 χιλιάδες Αλβανοί και λυμαίνονταν την ύπαιθρο). Τώρα που είμαστε ημεΐς, μιτ' η μας, αν έρθ' ου Γιουννάνους μι του Γιουννάνου!...».

Προσέφερε τη βοήθειά του όπου του ζητήθηκε. Το 1913 ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος λόγω της μεγάλης εθνικής δράσης του συνελήφθη από τον Τζαβίτ πασά φυλακίστηκε στην Κόνιτσα και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό. Σώθηκε μόνο μετά από προσωπική παρέμβαση του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου προς τον Εσσάτ Πασά. Είχε την ικανότητα να διαχωρίζει το ανθρωπιστικό καθήκον από το στρατιωτικό, όταν έχοντας την δυνατότητα το λίγο καλαμπόκι που μοίραζαν στους χριστιανούς να το έδινε στους στρατιώτες του που πεινούσαν, δεν το έκανε αν και τους έβλεπε να βγάζουν ρίζες από τα χωράφια και να τις τρώνε ωμές. Χριστιανοί είδαν Τούρκους στρατιώτες του μετώπου να τριγυρίζουν στα σφαγεία για να βρουν κανένα πεταμένο παχύ έντερο, να το ξεπλύνουν πρόχειρα στο νερό της λίμνης και να το καταπιούν ωμό.

Ο βίος του και οι πράξεις του επηρεάστηκαν από την ελληνική καταγωγή του και την ελληνική παιδεία που είχε λάβει. Το γεγονός ότι ήταν απόγονος εξωμοτών, Ελλήνων εξισλαμισμένων και αρνηθέντων την Ελληνική θρησκεία λόγω των κατά καιρούς του έθνους μας συμφορών, δεν του στέρησε την ιστορική μνήμη και κληρονομιά, η οποία αναδεικνυόταν σε πολλές εκφάνσεις του βίου του. Παρέμεινε ωστόσο πιστός στο στρατιωτικό του καθήκον και την Τουρκία, την πατρίδα που τον ανέδειξε πασά και στρατηγό.

Εμείς ως Έλληνες οφείλουμε να αναγνωρίζουμε την αξία του ανδρός και να τιμούμε την μνήμη του ακόμη κι όταν αυτός είναι αντίπαλος.

Μαργαρίτα Γ. Δημητριάδου  


* Η Μαργαρίτα Γ. Δημητριάδου γεννήθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών. Σπούδασε Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Είναι κάτοχος ΜΑ στην «Ιστορία και Διδακτική της Ιστορίας» στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κάτοχος ΜΑ στην «Ορθόδοξη Θεολογία» στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.Έχει εκδώσει τρία βιβλία με θέματα από την Νεότερη ελληνική ιστορία. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικούς τόμους με θέματα από την Νεότερη ελληνική Ιστορία και με θέματα που αφορούν τις ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό από τον 15ο αιώνα και μετά. Είναι υπό έκδοση ακόμη δύο βιβλία με θέματα από την νεότερη ελληνική ιστορία. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό με θέματα Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και θέματα της Ορθόδοξης Θεολογίας. Έχει συμμετοχή σε Συνέδρια στο εξωτερικό και στην Ελλάδα με δημοσιεύσεις στα πρακτικά των συνεδρίων.

**Η διοργάνωση Ζαγόρι 2021 εντάσσεται στο Εθνικό Πρόγραμμα Δράσεων και Εκδηλώσεων που συντονίζονται από την Επιτροπή «Ελλάδα 2021». Πραγματοποιήθηκε στις 20, 21 και 22 Αυγούστου στην κεντρική πλατεία Άνω Πεδινών, στην Επέκεινα Χώρα στη Βίτσα και στην κεντρική πλατεία Ελάτης.

***Τα οθωμανικά τουρκικά ή οθωμανική γλώσσα είναι ποικιλία της τουρκικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δανείζεται από όλες τις απόψεις, εκτενώς από τα αραβικά και τα περσικά, ενώ το σύστημα γραφής της ήταν το οθωμανικό τουρκικό αλφάβητο.

****Σπ. Γ. Πλουμίδης Χρονολόγιο των Βαλκανικών Πολέμων. Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος=Β. στα Γιάννενα Νοέμβριος 1912 Μάιος 1913 σ.40.



Φωτογραφίες:

https://anemourion.blogspot.com/2019/06/blog-post_368.html

https://www.protothema.gr/stories/article/656216/21-fevrouariou-1913-i-apeleutherosi-ton-ioanninon/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναρτήσεις